Οι κανόνες προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού οι οποίοι εφαρμόζονται σε δίκτυα δικαιόχρησης
Οι συμβάσεις δικαιόχρησης (franchise) αποτελούν συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων με σκοπό την ανάπτυξη ενός ομοιόμορφου δικτύου διανομής προϊόντων στη βάση της τεχνογνωσίας του δικαιοπαρόχου.
Οι συμβάσεις δικαιόχρησης αποτελούν συμφωνίες επιχειρήσεων σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 703/1977 ή και του άρθρου 81, παρ. 1 της ΣυνθΕΟΚ, και συνεπώς πρέπει να εξεταστεί αν περιέχουν όρους που παρακωλύουν, περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
Παράλληλα, πρέπει να εξετασθεί εάν στο πλαίσιο λειτουργίας των δικτύων δικαιόχρησης λαμβάνουν χώρα καταχρηστικές συμπεριφορές. Τέτοιες συμπεριφορές όπως η...
αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση μεταξύ μεταπωλητών, η επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, ο εξαναγκασμός σε προμήθεια πολλών διακριτών προϊόντων κλπ. τιμωρούνται από μια σειρά διατάξεων οι οποίες τίθενται σε εφαρμογή αναλόγως της ισχύος του καταχρώντος μέρους:
εάν η καταχρώμενη επιχείρηση (προμηθευτής) κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μία αγορά που επηρεάζει το διακοινοτικό εμπόριο, τότε η συμπεριφορά της απαγορεύεται από το άρθρο 82 της ΣυνθΕΟΚ.
- εάν η καταχρώμενη επιχείρηση (προμηθευτής) κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά στην Ελλάδα η οποία όμως δεν παρουσιάζει εισαγωγές ή εξαγωγές από άλλες χώρες της ΕΟΚ, τότε η συμπεριφορά της απαγορεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν.703/77 που αναπαράγει το άρθρο 82 της ΣυνθΕΟΚ.
- εάν η καταχρώμενη επιχείρηση (προμηθευτής) δεν είναι δεσπόζουσα στην αγορά αλλά ο μεταπωλητής – διανομέας εξαρτάται για την οικονομική και εμπορική του επιβίωση από τον προμηθευτή, εφαρμόζεται τότε το άρθρο 2α του ν.703/77.
Γενικά, οι λεγόμενοι «κάθετοι περιορισμοί», δηλ. οι περιοριστικοί όροι σε συμβάσεις προμηθευτή – διανομέα (μεταπωλητή) δεν εμπίπτουν στη γενική απαγόρευση των άρθρων 1 του ν. 703/1977 και 81 ΣυνθΕΚ, παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις και βάσει των πραγματικών οικονομικών τους αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση των «καθέτων περιορισμών» ερευνάται η ύπαρξη ή έλλειψη ανταγωνισμού μεταξύ των σημάτων για την διατήρηση καταστάσεως πραγματικού ανταγωνισμού.
Ένα σύστημα δικαιόχρησης αυτό καθαυτό δεν απαγορεύεται. Μία σύμβαση δικαιόχρησης δεν μπορεί να εκτιμηθεί αφηρημένα, αλλά εξαρτάται από τις ρήτρες που περιέχονται στις συμβάσεις αυτές και από το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται (Δικαστήριο. Ευρωπ. Κοινοτήτων - ΔΕΚ, Υπόθ. C-161/84, Pronuptia de Paris v Schillgalis, απόφ. της 28.1.1986, Συλλογή 1986- 1, σελ. 353 επ.). Οι ρήτρες που εμποδίζουν να επωφεληθούν οι ανταγωνιστές από την τεχνογνωσία που μεταβιβάζεται και τη συνδρομή που παρέχεται στο δικαιοδόχο από το δικαιοπάροχο ή για τις ρήτρες που οργανώνουν τον απαραίτητο έλεγχο για τη διαφύλαξη της ταυτότητας και της καλής φήμης του δικτύου, που συμβολίζεται με το διακριτικό γνώρισμα του δικαιοπαρόχου δεν απαγορεύονται (π.χ. άρθρ. 9 παρ. 1, 16.8, 4 παρ. 11, 12 παρ. 1.1, 13 παρ.1 και 2 της υπό κρίση σύμβασης δικαιόχρησης).
Ωστόσο, πολλές φορές συναντώνται ρήτρες που εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/77, ή και του άρθρου 81 της ΣυνθΕΟΚ.
Β. Σχετική νομολογία Αρθρο 1, ν.703/77 και 81 της ΣυνθΕΟΚ – ΟΤΕ SHOP
Η πιο πρόσφατη σχετική απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού αφορά τη σύμβαση δικαιόχρησης μεταξύ του ΟΤΕ και ενός δικαιοπαρόχου για την λειτοργία ενός καταστήματος ΟΤΕ – SHOP (Απόφαση 416/V/2008) . H Επιτροπή δεν ενέκρινε τη σύμβαση την οποία γνωστοποίησε ο ΟΤΕ ως ‘δοκιμή’ προκειμένου να την εφαρμόσει σε όλα τα καταστήματα ΟΤΕ-SHOP
Ειδικότερα:
α. Αναφορικά με την υποχρέωση του δικαιοδόχου να ζητά την έγκριση του ΟΤΕ για να προβεί σε διαφήμιση, η Επιτροπή εκτίμησε με τον τρόπο που είναι διατυπωμένος ο σχετικός όρος μπορεί να εννοηθεί ότι ο ΟΤΕ εγκρίνει όχι μόνο τη διαφήμιση καθαυτήν, αλλά και τα δώρα, εκπτώσεις ή προσφορές που προβάλλονται μέσω αυτής και επομένως προβαίνει σε έμμεσο καθορισμό τιμών. Κατά συνέπεια ο ως άνω όρος δεν συνάδει με τη διαφύλαξη της ταυτότητας και της φήμης του δικτύου και περιορίζει τον ανταγωνισμό. Συνακόλουθα, η Επιτροπή επέβαλε την επαναδιατύπωση του όρου ώστε να προκύπτει σαφώς ότι αφορά έλεγχο από μέρους του ΟΤΕ μόνο του χαρακτήρα της διαφήμισης και όχι έλεγχο των τιμών πώλησης των διαφημιζόμενων προϊόντων.
β. Σύμφωνα άλλο όρο της σύμβασης επιβάλλεται στο δικαιοδόχο αποκλειστική προμήθεια των προϊόντων και υπηρεσιών από τον ΟΤΕ. ‘Ομως, συμφωνία που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό των αμοιβαίων προμηθειών μεταξύ διανομέων θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρός περιορισμός του ανταγωνισμού κατά το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 703/1977 (και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΟΚ). Αν και ο συγκεκριμένος όρος δεν αναφέρονταν ρητά στην απαγόρευση αμοιβαίων προμηθειών μεταξύ διανομέων, όμως μια τέτοια απαγόρευση μπορούσε να συναχθεί έμμεσα. Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ο όρος θα έπρεπε να επαναδιατυπωθεί, ώστε να προκύπτει σαφώς ότι ο δικαιοδόχος είναι ελεύθερος να αγοράζει τα προϊόντα όχι μόνο από τον ΟΤΕ, αλλά και από οποιονδήποτε άλλο δικαιοδόχο του δικτύου Franchise.
γ. Σύμφωνα με άλλο όρο της σύμβασης, ο ΟΤΕ δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση οποτεδήποτε εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι μεταξύ των οποίων και η συμμετοχή σε ανταγωνιστικό σύστημα δικαιόχρησης. Όμως, μόνο η απόκτηση εκ μέρους του δικαιοδόχου χρηματοοικονομικής συμμετοχής στο κεφάλαιο ανταγωνίστριας επιχείρησης τέτοιου είδους που θα του παρείχε τη δυνατότητα να επηρεάσει την οικονομική συμπεριφορά της μπορεί να απαγορευθεί επί ποινή καταγγελίας της σύμβασης από τον ΟΤΕ.
δ. Η σύμβαση προέβλεπε γενική απαγόρευση ανταγωνισμού στους δικαιοδόχους. Τόσο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ, Υπόθ. C-161/84, Pronuptia όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρχικά με τις αποφάσεις της (βλ. Απόφαση 88/604/ΕΟΚ της 14.11.1988 Υπόθεση IV/32.358-Service Master, Απόφαση 87/407/EOK της 13.7.1987 Υπόθεση ΙV/32.034 – Computerland, Απόφαση 87/14/ΕΟΚ της 17.12.1986 Υπόθεση IV/31.428-31.432 – Yves Rocher, Απόφαση 89/94/ΕΟΚ της 2.12.1988 Υπόθεση IV/31.697 – Charles Jourdan) και στη συνέχεια με τους σχετικούς Κανονισμούς της (βλ. Κανονισμό (ΕΟΚ) 4087/88 της 30.11.1988 και Κανονισμός (ΕΚ) 2790/99 της Επιτροπής της 22.12.1999) εξειδικεύουν την απαγόρευση ανταγωνισμού στην υποχρέωση του δικαιοδόχου να μην ανοίξει, κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης ή για ένα εύλογο χρόνο μετά τη λήξη της, κατάστημα με το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο σε περιοχή που θα μπορούσε να έρθει σε ανταγωνισμό με άλλα μέλη του δικτύου. Το εύλογο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της σύμβασης εξειδικεύθηκε στον Κανονισμό 2790/1999 σε ένα έτος. Η ρήτρα μη ανταγωνισμού στη σύμβαση του ΟΤΕ κρίθηκε πολύ αόριστη, οπότε και παραβαίνουσα το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 703/1977 (και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ).
Ε. Τέλος, η σύμβαση δεν γνωστοποίηθηκε εντός των 30 ημερών που προβλέπει ο νόμος 703/1977 (άρθ. 21 παρ. 1), αλλά κατατέθηκε εκπρόθεσμα. Η εκπρόθεσμη γνωστοποίηση επέσυρε τις αυτές κυρώσεις με την παράλειψη γνωστοποίησης, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 21 του ν. 703/1977 (κατά κύριο λόγο την αδυναμία επίκλησης της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.703/77 σχετικά με την κατ’εξαίρεση μη απαγόρευση μίας σύμβασης λόγω των ωφελειών της προς τον καταναλωτή και την αγορά.
Σε προηγούμενες αποφάσεις, όροι όπως: α) περί υποχρεωτικού καθορισμού τιμών, β) διάρκειας των συμβάσεων (άνω των 6 ετών και κατ’έξαίρεση των 9 ετών) , γ) υποχρέωσης γνωστοποίησης του πελατολογίου, δ) υποχρέωσης πραγματοποίησης δύσκολων οικονομικών στόχων, ε) αποζημίωσης σε περίπτωση λήξης της σύμβασης, ζ) υπέρμετρης αποζημίωσης σε περίπτωση καταγγελίας της συμφωνίας, κρίθηκαν αντίθετοι με το άρθρο 1 του ν.703/1977 (βλ Απόφαση 15/1995) και άρα αυτοδικαίως άκυροι.
Βασική αρχή είναι ότι η σύμβαση δικαιόχρησης ως αμφοτεροβαρής σύμβαση γεννά σε βάρος του δικαιοδόχου υποχρέωση καταβολής αντιπαροχής που μπορεί να μην εισπράττεται αυτοτελώς από τους δικαιοδόχους, αλλά να ενσωματώνεται στις τιμές που χρεώνει τα προϊόντα σ΄αυτούς. Το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να οδηγεί σε καταστάσεις που το μέγεθος του μεριδίου της τιμής που εισπράττεται ως αντιπαροχή από την δικαιοπάροχο να είναι τέτοιο, ώστε να θέτει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα της επιχείρησης του δικαιοδόχου.
Σχετική νομολογία Άρθρα 2 και 2α, ν.703/77 και 82 της ΣνθΕΟΚ
Οι διατάξεις περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού από καταχρηστικές πρακτικές ισχυρών επιχειρήσεων εφαρμόζονται σε περιπτώσεις μη ύπαρξης σύμβασης, δηλ. σε μονομερείς συμπεριφορές ισχυρών επιχειρήσεων.
Η σχετική νομολογία της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού έχει μέχρι σήμερα περιορισθεί στην εφαρμογή του άρθρου άρθρου 2α το ν.703/77 (Βλ. Απόφαση 395/2008) Ως έχει αποφανθεί η νομολογία (βλ. Απόφαση 91/99) η μονομερής επιβολή άμεσα (με κατάλογο, βάση δεδομένων, ηλεκτρονικό σύστημα καταχώρησης – τιμολόγησης κλπ) ή έμμεσα (καθορισμός περιθωρίου κέρδους, εκπτώσεων, προμήθειας κλπ) τιμών λιανικής πώλησης προϊόντων από τον προμηθευτή προς τον αγοραστή συνιστά επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής. Στο βαθμό, συνεπώς, που μπορεί να αποδειχθεί ότι ο δικαιοπάροχος επιβάλλει μονομερώς στις δικαιοδόχους τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων του (και μάλιστα ίσως και σε ορισμένους εξ αυτών κάτω του κόστους), προκαλώντας σε αυτούς σημαντικές ζημίες, θεμελιώνεται η ύπαρξη καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους του δικαιοπαρόχου.
Επίσης, στις συμβάσεις δικαιόχρησης, η υποχρέωση μη ανταγωνισμού του δικαιοδόχου για χρονικό διάστημα ενός έτους από την με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της σύμβασής του με το δικαιοπάροχο, του αφαιρεί εξ΄ορισμού την δυνατότητα εξεύρεσης «ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης» που προβλέπεται στο άρθρο 2α. Τέτοιοι όροι πρέπει να θεωρηθούνται, τουλάχιστον για τις περιπτώσεις λύσης της δικαιόχρησης επ΄αδίκω του δικαιοπαρόχου, καταχρηστικοί, γι΄αυτό αυτοδικαίως άκυροι.
Διαδικασία
Η αυτοδίκαιη ακυρότητα ορισμένων όρων ή και όλης της σύμβασης δικαιόχρησης μπορεί να προταχθεί σε οιαδήποτε δίκη ή δικαστήριο το οποίο και κρίνει παρεπιμπτόντως την εφαρμογή ή όχι των επίμαχων διατάξεων στην επίδικη περίπτωση (παρεπίμπτουσα κρίση). Επί παραδείγματι, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δικαιόχρησης εκ μέρους του δικαιοπαρόχου, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την καταγγελία καταχρηστική κατά τις διατάξεις περί ανταγωνισμού και συνεπώς ως μη γενομένη (αυτοδικαίως άκυρη).
Οι διατάξεις περί ανταγωνισμού του ν.703/77 προστατεύουν το έννομο αγαθό του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού και γεννούν δικαιώματα και υποχρεώσεις στα υποκείμενα δικαίου άτομα και επιχειρήσεις. Ο παραβάτης των κανόνων αυτών (ακόμη και το Ελληνικό Δημόσιο) υποχρεούται κατά τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης σε αποζημίωση όποιου ζημιώθηκε υπαιτίως από τη συμπεριφορά του (αποζημιωτική αγωγή).
Παράλληλα, ο ζημιωθείς μπορεί να καταγγείλλει (και ανωνύμως) τη συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού (καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού) και να ζητήσει τη λήψη μέτρων (επιβολή προστίμου στο δικαιοπάροχο, διαρθρωτικά μέτρα, μέτρα συμπεριφοράς, αποδοχή δεσμεύσεων από τον δικαιοπάροχο, κλπ). Το 2008, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο 5.192.000 ευρώ στην επιχείρηση DIA για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού σε σχέση με τη λειτουργία του συστήματος δικαιόχρησης της. Επιπλέον, υποχρεώθηκε σε άμεση τροποποίηση των σχετικών όρων των συμβάσεων της. Η Επιτροπή έχει 6 μήνες προθεσμία εκ του νόμου προκειμένου να ερευνήσει και να αποφανθεί επί της καταγγελίας.
http://amoirakagem.blogspot.com/2009/07/blog-post_2169.html